Στις 5/5/2010 , ημέρα ψήφισης του 1ου μνημονίου και αμέσως μετά τη προσφυγή της χώρας στην τρόικα , κηρύσσεται γενική απεργία. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατεβαίνουν στο δρόμο αντιστεκόμενοι στα σχέδια της κυριαρχίας και προσπαθούν να προσεγγίσουν τη Βουλή, ενώ οι δυνάμεις καταστολής είναι ανήμπορες να σταματήσουν την ορμή του κόσμου. Λίγες ώρες αργότερα η διαδήλωση φτάνει στο τέλος της με το θάνατο από αναθυμιάσεις τριών εργαζόμενων της τράπεζας Marfin λόγω πυρκαγιάς στο σημείο αυτό. Στις 29/4/2011, έπειτα από μια από τις γνωστές “ανώνυμες καταγγελίες” και ενόψει της 5ης Μάη , τέσσερα άτομα, εκ των οποίων οι 3 αναρχικοί , μεταφέρονται από αστυνομικές δυνάμεις στη Γ.Α.Δ.Α χωρίς ν γνωρίζουν το λόγο ενώ τα Μ.Μ.Ε εξαγγέλλουν συλλήψεις των δραστών της Marfin . Μετά από τις καταθέσεις των συλληφθέντων , λόγω αδυναμίας εύρεσης στοιχείων, αφήνονται ελεύθεροι και η υπόθεση φαίνεται να παίρνει τέλος. Στις 8/5/2013 το συμβούλιο πλημμελειοδικών προσάπτει κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα στον Θ. Σίψα για την τράπεζα Marfin και στο τέταρτο άτομα για την απόπειρα εμπρησμού του βιβλιοπωλείου Ιανός. Αφού περάσει ανακριτή ο Θ.Σίψας αφήνεται ελεύθερος με περιοριστικούς όρους και του απαγορεύεται να λάβει μέρος σε μελλοντικές διαδηλώσεις. Μετά από συνεχείς αναβολές της δίκης, σκοπίμως ή μη, η δίκη έχει οριστεί στις 14/10/2016 με κατηγορίες τον εμπρησμό της τράπεζας, την ανθρωποκτονία των 3 υπαλλήλων και απόπειρα ανθρωποκτονίας άλλων
ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Οι διώξεις αγωνιστών με κατασκευασμένα κατηγορητήρια είναι γνωστή πρακτική των κυρίαρχων. Σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής όπου ο κόσμος , αρνούμενος να συνεχίσει να ζει στην εξαθλίωση , αποφασίζει να καταλάβει τους δρόμους , να αψηφήσει τις κρατικές απαγορεύσεις και να προβάλλει δυναμικές αντιστάσεις , όταν η οργή και η δυναμική των συλλογικών διεργασιών δεν μπορούν να κατασταλούν υλικά και πρακτικά, τότε η ανάγκη της κρατικής μηχανής να παράξει εχέγγυα για την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Κάπως έτσι, και μέσα στην αντιεξεγερτική εκστρατεία που εξαπέλυσε το κράτος από το 2009, έπρεπε να υπάρξουν ένοχοι για το τραγικό γεγονός της Marfin. Τόσο για να εφησυχαστεί το συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας, πως ο εγγυητής της ομαλότητας είναι εδώ , έτοιμος να επανακαταβάλει το μονοπώλιο της βίας, όσο και για να περάσει ένα σαφές και ξεκάθαρο μήνυμα:
Κάθε άνθρωπος που αποφασίζει να αντισταθεί συμμετέχοντας σε δυναμικές πορείες , είναι εν δυνάμει ένοχος/ εγκληματίας και πρέπει να υποστεί τις συνέπειες. Ένα μήνυμα που πρέπει να ενσταλάξει το φόβο, να δημιουργήσει την αίσθηση πως υπάρχει κάτι πιο δυνατό και ακλόνητο από μας και εν τέλει να παγιώσει την αντίληψη πως “είναι μάταιο να αγωνίζεσαι”.
Η στοχοποίηση του του Θ.Σίψα ωστόσο εξυπηρετεί και μια ακόμα σκοπιμότητα, αφού στο πρόσωπο του συντρόφου επιδιώχθηκε να στοχοποιηθεί και ο αναρχικός χώρος ευρύτερα , ο οποίος διαχρονικά αποτελεί αγκάθι για την κυριαρχία μέσα από τη διαρκή παρουσία του δίπλα στους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες , βάζοντας μπροστά ριζοσπαστικά προτάγματα ολικής ρήξης με το υπάρχον. Επιχειρούν να πλήξουν αυτό το κομμάτι του οποίου ο πολιτικός αγώνας ούτε ακολουθεί θεσμικές ατραπούς, όυτε κωλύεται να χρησιμοποιήσει έκνομα και δυναμικά μέσα.
ΤΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
Ένας από τους θεμέλιους λίθους του κρατικού μηχανισμού είναι το μονοπώλιο της βίας. Απ’ τα πιο ολοκληρωτικά καθεστώτα μέχρι και το κράτος δικαίου, ο κρατικός μηχανισμός θεμελιώνεται πάνω στην αντίληψη που τον θέλει ως το μόνο αρμόδιο να ασκεί βία με το πρόσχημα του εγγυητή της κοινωνικής ομαλότητας. Πάνω λοιπόν σ’ αυτή τη βαθιά ριζωμένη αντίληψη, οποιαδήποτε πράξη βίας δεν έχει ως φορέα το κράτος, το κεφάλαιο και (ενίοτε) το παρακράτος, πρέπει να εκτοπίζεται ως κάτι εγκληματικό , ηθικά και πολιτικά μεμπτό. Η ιδεολογική θωράκιση αυτής λοιπόν της αντίληψης επιτυγχάνεται ανάλογα και με τη κοινωνικο-πολιτική συγκυρία με διάφορους τρόπους. Με την επιτηδευμένη απόκρυψη ή και τροποποίηση γεγονότων, με την ποινικοποίηση δράσεων και την απόκρυψη των πολιτικών ή κοινωνικών κίνητρων που τις συνοδεύουν, με τη δημιουργία ενός κλίματος τρομοϋστερίας την οποία και εκμεταλλεύεται για να επιβάλλει όλο και πιο αυστηρά μέτρα ελέγχου. Ένα ακόμα ιδεολόγημα που χρησιμοποιήθηκε και στη συγκεκριμένη περίπτωση της Marfin είναι η θεωρία των δύο άκρων, η οποία εξισώνει την από θέση ισχύος, καβαλιστική βία των ναζί, με την ταξική και κοινωνική αντιβία των από τα κάτω στον αγώνα για τη διεκδίκηση των ζωών τους.
Εμείς από τη πλευρά μας ως αναρχικές/οι αναγνωρίζουμε την αντιβία ως ακόμα ένα εργαλείο, στα χέρια των καταπιεσμένων στο διαρκή ταξικό-κοινωνικό πόλεμο που βιώνουμε. Οι συγκρούσεις σε πορείες , οι επιθέσεις σε κρατικούς και καπιταλιστικούς στόχους , αποτελούν για μας πράξεις εναντίωσης και αντίστασης που σκοπό έχουν να επιστρέψουν ένα κομμάτι βίας που ασκεί το κράτος και το κεφάλαιο πάνω στους καταπιεσμένους αυτού του κόσμου. Απ’ τις άθλιες συνθήκες εργασίας, την καλλιέργεια φόβου με απειλές για απολύσεις , τα μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, απ’ την απομόνωση και περιθωριοποίηση κοινωνικών κομματιών που αποκλίνουν από τη νόρμα , απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, απ’ τους νεκρούς μετανάστες στο Αιγαίο, η βια υπάρχει διάχυτη στις ζωές μας και αποκτά τον χαρακτήρα κανονικότητας. Η αντιβια λοιπόν έρχεται ως απάντηση σ’ αυτή την εξαθλιωμένη κανονικότητα, η οποία αντιμετωπίζει τους καταπιεσμένους ως απλούς αριθμούς και εμπορεύματα, και επομένως δεν κυοφορεί μέσα της αντιλήψεις “παράπλευρης απώλειας” ενώ στρέφεται ξεκάθαρα ενάντια στο εξουσιαστικό σύμπλεγμα. Για μας η κοινωνική και ταξική αντιβία αποτελεί κομμάτι μιας ευρύτερης επίθεσης που φιλοδοξεί να καταστρέψει το υπάρχον και να δημιουργήσει έναν κόσμο ισότητας ελευθερίας και αλληλεγγύης.
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Στο εδώλιο του κατηγορούμενου δε κάθεται μόνο ο Θ. Σίψας. Στο πρόσωπο του, το κράτος επιχειρεί να στοχοποιήσει όλους και όλες εμάς που παίρνοντας θέση στον αγώνα ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας, ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο, συμμετέχουμε ενεργά στους κοινωνικούς – ταξικούς αγώνες προτάσσοντας έναν κόσμο αλληλεγγύης, ισότητας και αλληλοβοήθειας. Επιχειρεί να απονοηματοδοτήσει την κοινωνική αντιβία που χρησιμοποιούν οι καταπιεσμένοι και τη μαχητική αντίσταση και να περιχαρακώσει το κίνημα σε ένα πλαίσιο «ειρηνικής διαπραγμάτευσης», μέσα από θεσμικά διαμεσολαβημένους αγώνες.
Απέναντι λοιπόν στις κατασταλτικές μεθοδεύσεις και τις κρατικές σκευωρίες δε θα αφήσουμε κανένα σύντροφο μόνο του. Η αλληλεγγύη μας, αποτελεί μοριακό στοιχείο του πολιτικού αγώνα, καθώς και της κοινωνίας που οραματιζόμαστε και είναι αδιαπραγμάτευτη. Είναι η σχέση που κρατά συνδεδεμένα όλα τα αγωνιζόμενα κοινωνικά κομμάτια, τους από κάτω αυτού του κόσμου: μετανάστες-στριες, ανέργους-ες, φυλακισμένους-ες, εξαθλιωμένους-ες, αγωνιζόμενους-ες, όχι μόνο στον ίδιο τον αγώνα αλλά μπροστά στην καταστολή. Σε κάθε απόπειρα ενάντια στο κίνημα και τους ανθρώπους του, θα μας βρουν απέναντί τους.